Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσμετρώ [prozmetró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11 : μετρώ κτ. επιπλέον, συνυπολογίζω ένα ποσοτικό ή ποιοτικό μέγεθος: Στα συντάξιμα χρόνια θα προσμετρηθεί και ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας / της υπηρεσίας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Στα προσόντα της θα προσμετρηθεί και η κοινωνική προσφορά της.
[λόγ. < αρχ. προσμετρῶ]