Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσμειγνύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσμειγνύω [prozmiγnío] -ομαι Ρ αόρ. προσέμειξα και πρόσμειξα, απαρέμφ. προσμείξει, παθ. αόρ. προσμείχθηκα, απαρέμφ. προσμειχθεί : (επιστ.) κάνω πρόσμειξη.

[λόγ. < ελνστ. προσμείγνυμι, αρχ. σημ.: `διατηρώ σχέσεις΄ μεταπλ. κατά το (ανα)μείγνυμι > αναμειγνύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες