Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσλαμβάνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσλαμβάνω [proslamváno] -ομαι Ρ αόρ. προσέλαβα, απαρέμφ. προσλάβει, παθ. αόρ. προσλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσελήφθη, προσελήφθησαν, απαρέμφ. προσληφθεί : I. αποφασίζω να απασχολήσω ως εργοδότης έναν εργαζόμενο, τον παίρνω σε μια δουλειά: H κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προσληφθούν μόνιμοι υπάλληλοι / ωρομίσθιο προσω πικό. Tον προσέλαβα ως οδηγό / ως κηπουρό. Εταιρεία ζητεί να προσλά βει γραμματέα. II1. (ψυχ.) δέχομαι μια παράσταση ή μια πληροφορία και την αφομοιώνω με τη βοήθεια άλλων ανάλογων παραστάσεων ή πληροφοριών που προϋπάρχουν στη συνείδηση. 2. (λόγ.) παίρνω, αποκτώ κάποιο χαρακτηριστικό στοιχείο: H πόλη μας τα τελευταία χρόνια προσέλα βε μορφή μεγαλουπόλεως. H αστυφιλία έχει προσλάβει απειλητικές διαστάσεις / μορφή επιδημίας. Tο πρόσωπό του προσέλαβε ξαφνικά μια έκφραση απόγνωσης.

[λόγ.: I: αρχ. προσλαμβάνω· II: σημδ. γαλλ. acquérir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσλαμβάνων -ουσα -ον [proslamvánon] Ε12 : κυρίως ως ψυχολογικός όρος προσλαμβάνουσες παραστάσεις, που υπάρχουν στη συνείδηση και που βοηθούν στην πρόσληψη νέων ανάλογων παραστάσεων: Tο παιδί των πόλεων δεν έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τον κόσμο του δάσους.

[λόγ. μεε. του προσλαμβάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες