Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσκόμιση η [proskómisi] Ο33 : η ενέργεια του προσκομίζω1· παρουσίαση εγγράφου σε αρμόδια υπηρεσία ή αρχή: H ~ του διαβατηρίου / του διπλότυπου εισπράξεως είναι απαραίτητη. Θα γίνει ~ στοιχείων που αποδεικνύουν την ενοχή του κατηγορουμένου.
[λόγ. προσκομι- (προσκομίζω) -σις > -ση]