Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσκομίζω [proskomízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. παρουσιάζω ένα έγγραφο σε κάποια αρμόδια υπηρεσία ή αρχή: Για να εκδοθεί το (τάδε) πιστοποιητι κό, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να προσκομίσει τα απαραίτητα δικαιολογη τικά. Ο συνήγορος προσκόμισε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία. || Δεν μπόρεσε να προσκομίσει αποδείξεις, να στηρίξει τις απόψεις του σε μια δημόσια ή ιδιωτική συζήτηση. 2α. (λόγ.) φέρνω κτ. σε κπ., το προσφέρω: Οι μάγοι προσκόμισαν δώρα στο νεογέννητο Xριστό. β. (εκκλ.) τελώ προσκομιδή.
[λόγ. < αρχ. προσκομίζω]