Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσκαλώ [proskaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. και προσκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεκλήθη, προσεκλήθησαν, απαρέμφ. και προσκληθεί, μππ. και προσκεκλημένος* : 1. ζητώ από κπ. να έρθει, να παρευρεθεί, να συμμετάσχει σε μια κοινωνική εκδήλωση ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα, καλώ1: ~ κπ. σε γεύμα / σε γάμο / σε γιορτή / σε πάρτι. Mας προσκάλεσαν στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής. Δεν παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, αν και προσκλήθηκαν επισήμως. || (μππ., και ως ουσ.) ο προσκαλεσμένος, ο καλεσμένος. 2. (για αρχές, διοικήσεις κτλ.) καλώ επισήμως, δημοσίως κπ. να συμμετάσχει σε μια διαδικασία (διαγωνισμό, συνέ λευση κτλ.): Tο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας προσκαλεί τους μετό χους σε τακτική γενική συνέλευση. Ο δήμος προσκαλεί κάθε ενδιαφερόμενο να συμμετάσχει σε διαγωνισμό για την προμήθεια υλικών.
[λόγ. < αρχ. προσκαλῶ]