Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσιτός -ή -ό [prositós] Ε1 : ANT απρόσιτος. 1. (για τόπο) που μπορεί κάποιος να τον πλησιάσει, να τον προσεγγίσει με σχετική ευκολία: Ο δρόμος που ανοίχτηκε έκανε την παραλία προσιτή στα αυτοκίνητα. Tο δάσος είναι πολύ πυκνό και καθόλου προσιτό στους επισκέπτες. 2. (επέκτ., για πρόσ.) που μπορεί κάποιος να τον πλησιάσει, να του μιλήσει εύκολα, ανεμπόδιστα, φιλικός, διαθέσιμος: Είναι ~ μόνο στο στενό του περιβάλλον. 3. (μτφ.) α. που μπορεί κάποιος να τον αποκτήσει σχετικά εύκολα: Tο αυτοκίνητο έγινε προσιτό στους μισθωτούς ενώ η κατοικία είναι μάλλον απρόσιτη. β. (για τιμή) που μπορεί κάποιος να την καταβάλει με σχετική ευκολία: Εμπορεύματα / οικόπεδα / ταξίδια / εκδρομές σε τιμές προσιτές. γ. που η πρόσβαση σ΄ αυτόν, η απόκτηση, η χρήση του είναι σχετι κά εύκολη: H τυπογραφία έκανε τη γνώση προσιτή στον πολύ κόσμο. Οι μεταφράσεις έκαναν την ξένη λογοτεχνία προσιτή στο πλατύ κοινό.
[λόγ.: 1: αρχ. προσιτός· 2, 3: σημδ. γαλλ. accessible]