Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσθήκη η [prosθíki] Ο30 : 1. η επιπλέον ή εκ των υστέρων πρόσθεση, συμπλήρωση, επέκταση κτλ.: Στο αρχικό κτίσμα έγιναν παράνομες προσθήκες. H ~ νέων μεταβλητών παραγόντων αύξησε τη δυσκολία της πρόβλεψης. 2. αυτό που προστίθεται, το συμπλήρωμα, η επέκταση κτλ.: Εντοπίστηκαν και αφαιρέθηκαν οι μεταγενέστερες προσθήκες από το αρχαίο κείμενο.
[λόγ. < αρχ. προσθήκη]