Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσεύχομαι [proséfxome] Ρ αόρ. προσευχήθηκα, απαρέμφ. προσευχηθεί : απευθύνομαι προς το θείο, προς το Θεό και εκφράζω τη λατρεία, την παράκληση ή και την ευχαριστία μου, κάνω προσευχή, δέομαι: Γονά τισε και άρχισε να προσεύχεται με πίστη. ~ στο Θεό να σε έχει καλά. Οι μουσουλμάνοι προσεύχονται στραμμένοι προς την ανατολή. || εύχομαι: Προσευχήσου να πάω καλά στις εξετάσεις!
[λόγ. < αρχ. προσεύχομαι]