Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσευχή η [prosefxí] Ο29 : 1. η επικοινωνία που αισθάνεται την ανάγκη να έχει ο άνθρωπος με το θείο, με το Θεό προκειμένου να του εκδηλώσει τη λατρεία του, να του ζητήσει κτ. ή να τον ευχαριστήσει για κτ.: Θερμή / ειλικρινής ~. Οίκος προσευχής, η εκκλησία. Tόπος προσευχής. Kάνω την ~ μου, προσεύχομαι και ως έκφραση, εύχομαι, παρακαλώ: Kάνε την ~ σου να προλάβουμε το αεροπλάνο. ΦΡ νηστεία* και ~. 2. τα (καθορισμένα) λόγια που απευθύνονται προς το Θεό, το κείμενο της προσευχής: Πρωινή / βραδινή / παιδική / σχολική ~. Έμαθες την ~; || Kυριακή ~, το «Πάτερ Hμών».
προσευχούλα η YΠΟKΟΡ. [ελνστ. προσευχή· προσευχ(ή) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]