Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσεταιρίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεταιρίζομαι [proseterízome] Ρ2.1β : καταφέρνω να πάρω κπ. με το μέρος μου, εξασφαλίζω τη συμφωνία του με τις απόψεις μου, την ευνοϊκή του στάση απέναντί μου: Προσπάθησε να προσεταιριστεί αυτούς που είναι δυσαρεστημένοι με την πολιτική της ηγεσίας του κόμματος. Kατάφεραν να προσεταιριστούν την πλειοψηφία του διοικητικού συμβουλίου και να ανατρέψουν τον πρόεδρο.

[λόγ. < αρχ. προσεταιρίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες