Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσελκύω [proselkío] -ομαι Ρ (βλ. ελκύω) : 1. φέρνω κπ. κοντά μου, προς το μέρος μου ή με το μέρος μου, τον δελεάζω, τον κερδίζω: ~ πελάτες / αγοραστές / επισκέπτες. Tα κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν μέλη / οπαδούς / ψηφοφόρους. Οι παραλίες της Ελλάδας προσελκύουν μεγάλο αριθμό τουριστών. 2. συγκεντρώνω, αποσπώ, τραβώ (το ενδιαφέρον, την προσοχή κτλ.): Ο ομιλητής κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον / την προσοχή του ακροατηρίου. Mια μεγάλη αφίσα προσέλκυε τα βλέμματα των περαστικών.
[λόγ. < αρχ. προσέλκω μεταπλ. κατά το έλκω > ελκύω & σημδ. γαλλ. attirer]