Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσεκτικός -ή -ό [prosektikós] & προσεχτικός -ή -ό [prosextikós] Ε1 : ANT απρόσεκτος. 1. που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει, που ενεργεί με συγκεντρωμένη τη σκέψη, την όραση, την ακοή του: ~ μαθητής / τεχνίτης / αναγνώστης / παρατηρητής / οδηγός. 2. που γίνεται με προσοχή, με επιμέλεια, με ακρίβεια: Προσεκτική ανάγνωση ενός κειμένου. Ο τεχνίτης έκανε προσεκτική δουλειά. 3. συνετός, φρόνιμος: Tήρησε προσεκτική στάση. Nα είσαι ~, όταν οδηγείς.
προσεκτικά & προσεχτικά ΕΠIΡΡ: Διαβάζω / οδηγώ / συμπεριφέρομαι ~. [λόγ. < αρχ. προσεκτικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]