Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσεγμένος -η -ο [proseγménos] Ε3 : που τον έχουν προσέξει ιδιαιτέρως, επιμελημένος, φροντισμένος: Προσεγμένη εμφάνιση / εργασία / παράσταση. Προσεγμένο κείμενο.
προσεγμένα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [μππ. του προσέχω]