Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσεγμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεγμένος -η -ο [proseγménos] Ε3 : που τον έχουν προσέξει ιδιαιτέρως, επιμελημένος, φροντισμένος: Προσεγμένη εμφάνιση / εργασία / παράσταση. Προσεγμένο κείμενο. προσεγμένα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[μππ. του προσέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες