Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσεγγίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεγγίζω [prosengízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. έρχομαι κοντά, πλησιάζω σε κπ. ή σε κτ.: Tα αεροπλάνα προσέγγισαν τους στόχους παρά τα πυκνά αντιαεροπορικά πυρά. Tο πλοίο δεν μπόρεσε να προσεγγίσει την ακτή λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής. α. πλησιάζω κπ. με κπ. σκοπό: Άρχισαν να τον προσεγγίζουν διάφοροι για να του ζητήσουν κάποιο ρουσφέτι. β. πλησιάζω, είμαι κοντά, σχεδόν συμφωνώ με κπ. σε κτ.: Οι απόψεις / οι ιδέες τους προσεγγίζουν. Οι δύο μέχρι πρόσφατα εχθρικές παρατάξεις άρχισαν να προσεγγίζουν και να συνεργάζονται. 2. φέρνω κοντά, πλησιάζω κτ. σε κτ. άλλο: Έπαθε ηλεκτροπληξία επιχειρώντας να προσεγγίσει τα άκρα των καλωδίων. 3. (μτφ.) εξετάζω, αντιμετωπίζω, πραγματεύομαι κτ.: Tο πρόβλημα πρέπει να προσεγγιστεί με μεγάλη προσοχή. Ο συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα από θεωρητική σκοπιά.

[λόγ.: 1α, 2: ελνστ. προσεγγίζω· 1β: σημδ. γαλλ. rapprocher· 3: σημδ. αγγλ. approach]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες