Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσδιορισμός ο [prozδiorizmós] Ο17 : α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσδιορίζω, καθορισμός, υπολογισμός: Ο ~ της ταχύτητας του ήχου. Ο ~ των εννοιών. Xρονικός / τοπικός ~. Έγινε ακριβής ~ των θεμάτων της συζήτησης. β. (γραμμ.) όρος της πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της: Εμπρόθετος / επιρρηματικός / ονοματικός / επιθετικός / ομοιόπτωτος / ετερόπτωτος ~.
[λόγ.: α: ελνστ. προσδιορισμός· β: σημδ. γαλλ. déterminatif]