Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσδίδω [prozδíδo] -ομαι Ρ αόρ. προσέδωσα, απαρέμφ. προσδώσει, παθ. αόρ. προσδόθηκα, απαρέμφ. προσδοθεί : (λόγ.) δίνω, προσθέτω σε κπ. ή σε κτ. κτ. επιπλέον, ένα πρόσθετο (κυρ. θετικό) χαρακτηριστικό: Tο ψηλό παράστημα και η μακριά γενειάδα τού προσδίδουν επιβλητικότητα. Tα πολύχρωμα φώτα προσδίδουν στην πόλη μια όψη εορταστική.
[λόγ. < αρχ. προσδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]