Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσδένω [prozδéno] -ομαι Ρ αόρ. προσέδεσα και (πρόφ.) πρόσδεσα, απαρέμφ. προσδέσει, παθ. αόρ. προσδέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεδέ θη, προσεδέθησαν, απαρέμφ. προσδεθεί, μππ. προσδεμένος και (λόγ.) προσδεδεμένος* : (λόγ.) 1. δένω κπ. ή κτ. κάπου: Tο αεροπλάνο ετοιμάζε ται να προσγειωθεί· προσδεθείτε στο κάθισμά σας και μην καπνίζετε. 2. (μτφ.) υποτάσσω κπ. πλήρως, τον κάνω υποχείριό μου, κυρίως στη ΦΡ ~ κπ. στο άρμα μου, τον κάνω να με ακολουθεί τυφλά, να υποταχθεί στις επιθυμίες μου: H Ελλάδα μεταπολεμικά είχε προσδεθεί στο άρμα της Aγγλίας και των HΠA.
[λόγ.: 1: αρχ. προσδέω μεταπλ. κατά το δέω > δένω· 2: σημδ. γαλλ. attacher]