Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσβολή η [prozvolí] Ο29 : 1. η επίθεση εναντίον κάποιου στόχου: H ~ των στρατιωτικών εγκαταστάσεων έγινε με ρουκέτες και όλμους. 2. δρά ση που προκαλεί βλάβη (ειδ. στην υγεία): H ~ του νευρικού / του πεπτικού συστήματος από ιούς. Kαρδιακή ~, έμφραγμα. || ~ των αμπελιών από φυλλοξήρα. 3. υβριστική συμπεριφορά, πράξη (που θίγει την τιμή, την υπόληψη, το κύρος κτλ.): Kαταπίνω / ανταποδίδω / ξεπλένω την ~. H πράξη του θεωρήθηκε μεγάλη ~. Δεν ανέχομαι τις προσβολές. || (νομ.) ~ της αιδούς κάποιου / της δημοσίας αιδούς*. 4. αμφισβήτηση του κύρους, της εγκυρότητας, της νομιμότητας μιας απόφασης, διαδικασίας, συμφωνίας κτλ.: Kατατέθηκε ~ κατά της απόφασης.
[λόγ.: 1: αρχ. προσβολή· 2: σημδ. γαλλ. attaque· 3: σημδ. γαλλ. offense· 4: κατά τη σημ. του προσβάλλω4]