Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαυξάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαυξάνω [prosafksáno] -ομαι Ρ (βλ. αυξάνω) : αυξάνω περισσότερο, προσθέτω μια επιπλέον αύξηση: ~ τους μισθούς / τις συντάξεις / ένα πο σό.

[λόγ. < ελνστ. προσαυξάνω (αρχ. προσαυξάνομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες