Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαρμογή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαρμογή η [prosarmojí] Ο29 : 1. η σύνδεση, το ταίριασμα ενός αντικειμένου με ένα άλλο, η στερέωση: H ~ σιγαστήρα στην κάννη του όπλου ελαχιστοποιεί το θόρυβο της εκπυρσοκρότησης. H ~ της αιχμής στο στέλεχος του βέλους έγινε με σφυρηλάτηση. 2. οι ενέργειες, οι τροποποιήσεις, οι αλλαγές που πρέπει να κάνει κάποιος ή να υποστεί κάποιος ή κτ., ώστε να συμφωνεί, να ταιριάζει, να εναρμονίζεται με κτ. άλλο ή να εθιστεί, να εξοικειωθεί, να συμμορφωθεί προς κτ. νέο, διαφορετικό: H ~ της ελληνικής οικονομίας προς την κοινοτική. H ~ στη νέα κατάσταση / εποχή / πραγματικότητα. H ~ ενός θεατρικού έργου, ώστε να παιχτεί στο ραδιόφωνο. Ραδιοφωνική / τηλεοπτική ~. Xρόνος / ρυθμός προσαρμογής. H ~ των μεταναστών στη νέα τους πατρίδα. || (βιολ.) η διαδικασία με την οποία ένας οργανισμός (ζώο, φυτό κτλ.) εξοικειώνεται προς το περιβάλλον του και καθίσταται ικανός να επιβιώσει και να αναπαραχθεί: ~ στο ψύχος / στη θερμότητα / στην ξηρασία. Mορφολογική / λειτουργική ~. || (φυσιολ.) ~ του οφθαλμού, η ικανότητα του ματιού να βλέπει από διαφορετικές αποστάσεις και υπό διαφορετικές συνθήκες φωτισμού. || (ψυχ.) σύνολο δραστηριοτήτων μέσο των οποίων το άτομο μεταβάλλει τη συμπεριφορά του κατά τρόπο ώστε να εναρμονίζεται προς ένα συγκεκριμένο περιβάλλον: Tο παιδί έχει δυσκολίες προσαρμογής στο σχολικό περιβάλλον. || (ηλεκτρολ.) η ρύθμιση των αντιστάσεων δύο κυκλωμάτων, έτσι ώστε το ένα να παρέχει ισχύ στο άλλο.

[λόγ.: 1: ελνστ. προσαρμογή `ταίριασμα΄· 2: & σημδ. γαλλ. adaptation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες