Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσανατολισμός ο [prosanatolizmós] Ο17 : 1. η θέση, η διάταξη στο χώρο σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα: Ο ~ του διαμερίσματος είναι ανατολικομεσημβρινός. Ο ~ του κόλπου προσφέρεται για τη δημιουργία λιμανιού. 2. ο εντοπισμός μιας συγκεκριμένης (ή της σωστής) θέσης, κατεύθυνσης στο χώρο ή σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα: Είναι δύσκολος ο ~ μέσα στη νύχτα / στο δάσος. Xάνω / βρίσκω τον προσανατολισμό μου. ~ με τη βοήθεια του χάρτη / της πυξίδας. 3. (μτφ.) α. η (συγκεκριμένη) κατεύθυνση, επιλογή: Πολιτικός / ιδεολογικός / κοινωνικός / φιλοσοφικός ~. Aριστερός / δεξιός / προοδευτικός / συντηρητικός ~. Επαγγελματικός ~, η επιστημονική διαδικασία της επιλογής του κατάλληλου ανθρώπου και της τοποθέτησής του στην κατάλληλη θέση με βάση την εκπαίδευση, τις ιδιαίτερες ικανότητές του και τις ειδικές συνθήκες της αγοράς. β. η (συγκεκριμένη) κατεύθυνση προς την οποία στρέφονται, τείνουν οι σκέψεις, οι ενέργειες, η προσοχή κτλ. κάποιων. ANT αποπροσανατολισμός: Ο ~ της συζήτησης είναι εξαρχής εσφαλμένος.
[λόγ. προσανατολισ- (προσανατολίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. orientation]