Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσανατολίζω [prosanatolízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. στρέφω, κατευθύνω, διατάσσω κτ. προς την ανατολή ή γενικότερα προς κάποιο σημείο του ορίζοντα: ~ τον εξάντα για να βρω το στίγμα του πλοίου. Tο κτίριο ήταν προσανατολισμένο προς το νότο. 2. (παθ.) εντοπίζω τη θέση μου μέσα στο χώρο, βρίσκω τη σωστή κατεύθυνση, το δρόμο μου (μέσα σ΄ ένα άγνωστο περιβάλλον): Mπορώ να προσανατολιστώ γρήγορα μέσα σε μια πόλη. Προσανατολίζομαι από τη θέση του ήλιου / των αστεριών / κοιτάζοντας το χάρτη. Xάθηκε στο δάσος αλλά σύντομα κατάφερε να προσανατολιστεί και πάλι. 3. (μτφ.) α. βρίσκομαι σε μια κατεύθυνση: Οι επιστημονικές του έρευνες ήταν σωστά προσανατολισμένες. Είναι ιδεολογι κά προσανατολισμένος προς την αριστερά / τη δεξιά / το μαρξισμό / το φιλελευθερισμό. β. δίνω μια κατεύθυνση σε κπ. ή σε κτ. ANT αποπροσα νατολίζω: Προσανατόλισαν τη συζήτηση σε λάθος κατεύθυνση. Οι έρευνες προσανατόλισαν την αστυνομία προς το χώρο των εμπόρων ναρκωτικών. γ. (παθ.) στρέφω (τις σκέψεις, τα σχέδια, την προσοχή, τις προσπάθειές μου κτλ.) σε ορισμένη κατεύθυνση: H κυβέρνηση προσανατολίζεται προς εκλογές. H οικονομία προσανατολίζεται προς τη βιομηχανι κή ανάπτυξη. Πολύ νωρίς προσανατολίστηκε προς τις οικονομικές σπουδές.
[λόγ. προσ- ανατολ(ή) -ίζω μτφρδ. γαλλ. orienter, s΄orienter]