Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσαγωγή 1 η [prosaγojí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσάγω: ~ μαρτύρων / αποδεικτικών στοιχείων / υπόπτων στον ανακριτή. Bίαιη ~, προσαγωγή μάρτυρα στο δικαστήριο διά της βίας (εφόσον κλήθηκε νόμιμα και δεν παρουσιάστηκε): Tο δικαστήριο αποφάσισε τη βίαιη ~ του μάρτυρα στη δίκη.
[λόγ. < αρχ. προσαγωγή `παρουσίαση΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσαγωγή 2 η : (γυμν.) η ~ των ποδιών / των χεριών, κίνηση που αποβλέπει στην ένωση του εσωτερικού των ποδιών ή των χεριών. ANT απαγωγή 2.
[λόγ. < αρχ. προσαγωγή `πλησίασμα΄]