Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσήλιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσήλιος -α -ο [prosílios] Ε6 & [prosíos] Ε4 : α. (για τόπο, οίκημα κτλ.) που το φως, οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν επάνω του για μεγάλο διάστη μα της ημέρας, που τον βλέπει, τον χτυπάει ο ήλιος. ANT ανήλιος: Προσήλιο μέρος / χωριό / σπίτι / διαμέρισμα. β. (ως ουσ.) το προσήλιο, ο τόπος, το μέρος που το βλέπει ο ήλιος για μεγάλο διάστημα της μέρας. ANT ανήλιο.

[β: ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. προσήλιος· α: λόγ. < αρχ. προσήλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες