Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσέλκυση η [prosélkisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσελκύω: Οι επιχειρήσεις με τη διαφήμιση στοχεύουν στην ~ αγοραστών. H ~ του ενδιαφέροντος / της προσοχής / του βλέμματος. Tα κόμματα οργανώνουν εκστρατείες προσέλκυσης μελών / οπαδών / ψηφοφόρων.
[λόγ. προσελκύ(ω) -σις > -ση]