Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσάπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσάπτω [prosápto] -ομαι Ρ αόρ. προσήψα, απαρέμφ. προσάψει, (παθ. μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) καταλογίζω κτ. σε βάρος κάποιου, αποδίδω σε κπ. ευθύνες για κτ.: ~ κατηγορία. Δεν είχαν να του προσάψουν τίποτα. Tου προσάπτουν ότι, όταν ήταν ταμίας, καταχράστηκε μεγάλα ποσά.

[λόγ. < αρχ. προσάπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες