Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσάναμμα το [prosánama] Ο49 : εύφλεκτο υλικό (ξερόκλαδα, φρύγανα, δαδιά κτλ.) που χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς: Xρησιμοποίησε παλιές εφημερίδες για ~. Tο δαδί είναι ιδανικό για ~.
[προσ- ανάβ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (ορθογρ. κατά το άναμμα)]