Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προπονητής ο [proponitís] Ο7 θηλ. προπονήτρια [proponítria] Ο27 : άτο μο που είναι ειδικευμένο και που ασχολείται επαγγελματικά με την προπόνηση αθλητών ή αθλητικών ομάδων: ~ ποδοσφαίρου / μπάσκετ / βόλεϊ / στίβου. H νίκη / ήττα της ομάδας αποδόθηκε στον προπονητή. Σχολή / ομοσπονδία προπονητών. Ομοσπονδιακός ~, ο προπονητής της εθνικής ομάδας (ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ κτλ.).
[λόγ. προπονη- (προπονώ) -τής· προπονη(τής) -τρια]