Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προπερασμένος -η -ο [próperazménos] Ε3 : που προηγήθηκε (χρονικά) από αυτόν που πέρασε, από τον προηγούμενο: Tον προπερασμένο μήνα / χειμώνα / Φεβρουάριο χιόνισε πολύ.
[προ- περασμένος]