Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προπαγανδίζω [propaγanδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. διαδίδω συστηματικά και οργανωμένα ιδέες, απόψεις κτλ., κάνω προπαγάνδα1: Tα κόμματα προπαγανδίζουν τις θέσεις και τις απόψεις τους. 2. γνωστοποιώ κτ. ευρέως, το διαφημίζω: H έκδοση του νέου περιοδικού προπαγανδίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης.
[λόγ. προπαγάνδ(α) -ίζω μτφρδ. αγγλ. propagandize ή γαλλ. faire de la propagande]