Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπίνω [propíno] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (επίσ.) πίνω πρώτος στην υγεία, προς τιμή κάποιου, κάνω πρόποση.

[λόγ. < αρχ. προπίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες