Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προορισμός ο [proorizmós] Ο17 : ο εκ των προτέρων καθορισμός, προσδιορισμός μιας μελλοντικής πορείας, μιας εξέλιξης ή μιας κατάληξης. 1. ο στόχος, ο σκοπός: Tα χρήματα δόθηκαν με προορισμό την ανακούφιση των σεισμοπαθών. || (ειδ. για τον άνθρωπο) ο τελικός σκοπός της ύπαρξης, της ζωής: Ποιος είναι ο ~ του ανθρώπου πάνω στη γη; Ο ~ του ανθρώπου καθορίζεται από το Θεό / τη μοίρα / τη φύση. 2. η κατεύθυνση συνήθ. σε ορισμένον τόπο: Tο αεροπλάνο / το τρένο / το πλοίο έχει προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Εμπορεύματα με προορισμό τη Γερμανία. || Έγγραφα με προορισμό τον κάλαθο των αχρήστων. 3. το τέρμα, το τελι κό σημείο μετά τη διάνυση μιας πορείας: Οι επιβάτες έφτασαν στον προορισμό τους με μεγάλη καθυστέρηση. Tο γράμμα δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του.
[λόγ.: 1: αρχ. προορισμός `έγκαιρος καθορισμός΄ & σημδ. γαλλ. prédesti nation· 2, 3: σημδ. γαλλ. destination]