Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προοιωνίζομαι [proionízome] Ρ2.1β (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) παρέχω ενδείξεις εκ των προτέρων, προαναγγέλλω κτ. που πρόκειται να συμβεί: H ένταση της βίας δεν προοιωνίζεται τίποτα θετικό.
[λόγ. προ- αρχ. οἰωνίζομαι `μαντεύω από σημάδια΄]