Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προοίμιο το [proímio] Ο42 : 1. ο πρόλογος, η (προ)εισαγωγή σε ένα κείμε νο, σε ένα λογοτεχνικό έργο κτλ.: Στο ~ προετοιμάζεται ο αναγνώστης / ο ακροατής γι΄ αυτό που θα ακολουθήσει. (λόγ. έκφρ.) εκ προοιμίου, από την αρχή, από πριν: Δηλώνω εκ προοιμίου ότι θα είμαι αυστηρός στην κρί ση μου. 2. γεγονός που αποτελεί την αρχή (και ακολουθείται από κτ. άλ λο), το προμήνυμα, το προάγγελμα: Tα συνοριακά επεισόδια ήταν το ~ του πολέμου. ~ δεινών / καταστροφής / επιτυχίας.
[λόγ. < αρχ. προοίμιον]