Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προξενώ [proksenó] -ούμαι Ρ10.9 : γίνομαι αίτιος να συμβεί κτ., προκαλώ: Ο πόλεμος προξένησε μεγάλες καταστροφές. Aπό το σεισμό προξενήθηκαν ζημιές σε πολλά κτίρια. Tο γεγονός μού προξενεί εντύπωση / έκπληξη / χαρά / λύπη.
[λόγ. < αρχ. προξενῶ `είμαι πρόξενος (δες στο πρόξενος 1), χειρίζομαι υποθέσεις΄]