Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προξενιό το [proksenó] Ο38 : η μεσολάβηση κάποιου ώστε να έρθουν σε επαφή, να γνωριστούν ένας άντρας και μια γυναίκα με στόχο να παντρευτούν και οι συνεννοήσεις, οικονομικής κυρίως φύσεως, ανάμεσα στο μεσολαβητή και στους συγγενείς των μελλονύμφων· συνοικέσιο: Παντρεύτηκε με ~. Kάνω σε κπ. ~. Tης έκαναν πολλά προξενιά αλλά τα αρνήθηκε όλα. || (επέκτ., προφ.) μεσολάβηση για τη σύναψη (εμπορικής ή άλλης) συμφωνίας, μεσιτεία.
[προξεν(εύω) -ιό]