Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προξενικός -ή -ό [proksenikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρόξενο 1 ή στο προξενείο: Προξενική αρχή, το προξενείο, η αρχή του προξένου. Προξενική σύμβαση, η σύμβαση μεταξύ δύο κρατών, που αφορά την αμοιβαία ίδρυση και λειτουργία προξενείων.
[λόγ. < ελνστ. προξενικός]