Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προνόμιο το [pronómio] Ο42 : 1. το δικαίωμα, το ειδικό δίκαιο που επιφυλάσσεται σε άτομα ή σε ομάδες κατ΄ εξαίρεση και αποκλειστικότητα: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το ~ της απονομής χάριτος. Tα προνόμια της Εκκλησίας / του Πατριαρχείου. 2. το επιπλέον ή αποκλειστικό δικαίωμα, το (φυσικό ή κοινωνικό) πλεονέκτημα, η ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση που έχει κάποιος ή κάποιοι σε σχέση με άλλους: Mοναδικό / αποκλειστικό ~. Παλαιότερα οι ανώτατες σπουδές ήταν ~ των πλουσίων. H ενασχόληση με την τέχνη δεν είναι ~ μόνο των καλλιτεχνών. (έκφρ.) θλιβερό* προνόμιο.
[λόγ. < ελνστ. προνόμιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προνομιούχος -α -ο [pronomiúxos] Ε4 : που έχει κάποιο προνόμιο ή προνόμια, που η φύση, η τύχη, η κοινωνία κτλ. του έχουν εξασφαλίσει μια ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση, μεταχείριση: Προνομιούχες κοινωνικές τάξεις. Προνομιούχες θέσεις. Οι προνομιούχοι κάτοικοι των προαστίων. || Προνομιούχες μετοχές, που υπάγονται σε ειδικό, ευνοϊκό καθεστώς. ANT κοινές. || (ως ουσ.) ο προνομιούχος: Οι προνομιούχοι της κοινωνίας.
[λόγ. προνόμι(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. privilégié]