Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προνομία η [pronomía] Ο25 : προνόμιο, δικαίωμα κατ΄ εξαίρεση της κοινής νομοθεσίας: Οι προνομίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. || (πληθ.) νομικά πλεονεκτήματα ορισμένων ξένων υπηκόων σε άλλη χώρα.
[λόγ. < ελνστ. προνομία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προνομιακός -ή -ό [pronomiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε προνόμιο, που έχει το χαρακτήρα προνομίου: Προνομιακή μεταχείριση. Προνομιακές τιμές. Προνομιακό καθεστώς, ειδικό καθεστώς σχέσεων.
προνομιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προνόμι(ον) -ακός απόδ. γαλλ. privilégié]