Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προνοητικός -ή -ό [pronoitikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα, την ιδιότη τα να προνοεί, να φροντίζει εκ των προτέρων για κτ., προβλεπτικός: Οι προνοητικοί φίλαθλοι έβγαλαν εγκαίρως εισιτήρια. || (επέκτ.) συνετός, φρόνιμος. || (ως ουσ.).
προνοητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. προνοητικός]