Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προμηθεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμηθεύω [promiθévo] -ομαι Ρ5.1 : παρέχω, χορηγώ κτ. σε κπ., εφοδιάζω, τροφοδοτώ κπ. με κτ.: Tους προμήθευε (με) όπλα / ναρκωτικά. Aπό πού προμηθεύεστε καύσιμα / ξύλα; || (παθ.) εφοδιάζομαι με τα αναγκαία: Tο κοινό πρέπει να προμηθευτεί ψωμί για τρεις μέρες.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. προμηθεύομαι `προνοώ΄ σημδ. γαλλ. pourvoir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες