Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προμηθευτικός -ή -ό [promiθeftikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια1. 2. που αναλαμβάνει να προμηθεύει, να εφοδιάζει κπ. με κτ.: ~ συνεταιρισμός, που προμηθεύει τα μέλη του με διάφορα αγαθά σε χαμηλές τιμές.
[λόγ. < μσν. προμηθευτικός `προνοητικός΄ < προμηθευτ(ής) -ικός κατά την αλλ. της σημ. του προμηθευτής]