Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προμελετώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμελετώ [promeletó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 μππ. προμελετημένος* : μελετώ, σχεδιάζω εκ των προτέρων κτ. || σχεδιάζω εκ των προτέρων μια αξιόποινη πράξη: Tο έγκλημα είχε προμελετηθεί.

[λόγ. < αρχ. προμελετῶ `ασκώ από πριν΄ & σημδ. γαλλ. préméditer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες