Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προμελετημένος -η -ο [promeletiménos] Ε3 μππ. του προμελετώ : που τον έχουν σχεδιάσει εκ των προτέρων: Προμελετημένες αλλαγές / ενέργειες. || (για αξιόποινη πράξη) προσχεδιασμένος: ~ φόνος.
προμελετημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του προμελετώ]