Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προμελέτη η [promeléti] Ο30 : 1. μελέτη που καταρτίζεται προκαταρκτικά και που αφορά συνήθ. τεχνικές κατασκευές: Ολοκληρώθηκε / εγκρίθηκε / κατατέθηκε η ~ για την κατασκευή του μετρό. 2. (νομ.) ο εκ των προτέρων σχεδιασμός μιας αξιόποινης ιδίως πράξης: Tο δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε ~ στο έγκλημα που διαπράχθηκε. (έκφρ.) εκ προμελέτης: Φόνος / έγκλημα εκ προμελέτης.
[λόγ.: 1: προ- μελέτη· 2: σημδ. γαλλ. préméditation]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προμελετημένος -η -ο [promeletiménos] Ε3 μππ. του προμελετώ : που τον έχουν σχεδιάσει εκ των προτέρων: Προμελετημένες αλλαγές / ενέργειες. || (για αξιόποινη πράξη) προσχεδιασμένος: ~ φόνος.
προμελετημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του προμελετώ]