Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προμαντεύω [promandévo] -ομαι Ρ5.2 : μαντεύω εκ των προτέρων, προλέγω κτ. που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προφητεύω. || προαισθάνομαι.
[λόγ. < ελνστ. προμαντεύω (αρχ. προμαντεύομαι)]