Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προμέρισμα το [promérizma] Ο49 : (οικον.) προκαταβολή που δίνεται σε μετόχους ανώνυμης εταιρείας έναντι του οριστικού μερίσματος που θα προκύψει από τα προβλεπόμενα κέρδη της τρέχουσας χρήσης: Kαταβολή του προμερίσματος.
[λόγ. προ- μέρισμα]