Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προλογίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προλογίζω [prolojízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. γράφω τον πρόλογο σε ένα κείμενο: Zήτησε από τον καθηγητή να του προλογίσει το βιβλίο. 2. μιλώ προεισαγωγικά, συνήθ. πριν από ομιλία: Ο νομάρχης προλόγισε την ομιλία του υπουργού / τον υπουργό.

[λόγ. < ελνστ. προλογίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες