Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προλακτίνη η [prolaktíni] Ο30 : (βιολ.) ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση και που προκαλεί, μεταξύ άλλων, τη γαλακτόρροια.
[λόγ. < γαλλ. prolactine (pro- = προ-, -ine = -ίνη)]